- κερουλκός
- -ή, -ό (Α κερουλκός, -όν)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ναυτ. ο κερουλκόςσχοινί χειρισμού τών κεραιών ιστιοφόρου, κν. μπράτσο1. (για ζώα) αυτός που σύρει άροτρο με τα κέρατα2. αυτός που σύρει, που τεντώνει κεράτινο τόξο («Τρῶες κερουλκοί», Σοφ.)3. (για τόξο) διακοσμημένος στα άκρα του με κέρατα4. (κατά τον Ησύχ.) «κερουλκός κάλως κεραιοῡχος».[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -ουλκός (< έλκω), πρβλ. εμβρυ-ουλκός, ζυγ-ουλκός].
Dictionary of Greek. 2013.